δρῦς

δρῦς
δρῦς, (Pelop. , acc. to Sch.Ar.Nu.401, cf. IG9(1).485.5 ([place name] Thyrrheum), but fem. in Arc., Schwyzer 664.23): gen. δρυός: acc. δρῦν (
A

δρύα Q.S.3.280

): nom. pl.

δρύες Il.12.132

, A.Pr.832, etc.,

δρῦς Thphr.CP2.9.2

, Paus.8.12.1: acc. pl.

δρῦς Ar.Eq.528

, Nu.402,

δρύας S.Fr.403

, Call.Del.84, AP7.8 (Antip. Sid.): gen.

δρυῶν Hdt.7.218

: dual δρύε Hdn.Gr.1.420. [, exc. in δρῦς, δρῦν: gen. δρῡός at the beginning of a verse, Hes.Op.436]:—originally, tree (δρῦν ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ . . πᾶν δένδρον Sch.Il.11.86, cf. Hsch.); including various trees, Thphr.HP3.8.2; esp. Quercus Aegilops ([etym.] φηγός) and Quercus Ilex ([etym.] πρῖνος), cf.

ἡ φηγὸς καὶ ἡ πρῖνος εἴδη δρυός Dsc.1.106

; opp. πεύκη, Il.11.494; opp. πίτυς, Od.9.186, cf. Il.13.389, 23.328, etc.; στέφανος δρυός crown of oak leaves, SIG2588.7 (Delos, ii B. C.); commonly, the oak, δ. ὑψικάρηνοι, ὑψίκομοι, Il.12.132, 14.398, cf. 13.389, 23.328, etc.; sacred to Zeus, who gave his oracles from the oaks of Dodona, Od.14.328;

αἱ προσήγοροι δρύες A.Pr.832

;

πολύγλωσσος δ. S.Tr.1168

, cf. Pl.Phdr.275b: prov., οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι . . οὐδ' ἀπὸ πέτρης thou art no foundling from the woods or rocks, i. e. thou hast parents and a country, Od.19.163, cf. Pl.Ap.34d, R. 544d, AP10.55 (Pall.); but οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης . . ὀαρίζειν 'tis no time now to talk at ease from tree or rock, like lovers, Il.22.126; ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην; why all this about trees and rocks (i. e. things we have nothing to do with)? Hes.Th.35; also διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν 'to see through a brick wall', Plu.2.1083d.
II of other trees bearing acorns or mast (Paus.8.1.6), πίειρα δρῦς the resinous wood (of the pine), S.Tr.766; of the olive, E.Cyc.615 (lyr.); δ. θαλασσία, = ἁλίφλοιος, Ps.-Democr.Symp.Ant.p.5G.
III δ. ποντία, gulf-weed, Sargassum vulgare, Thphr.HP4.6.9.
IV metaph., worn-out old man, AP6.254 (Myrin.), Artem.2.25. (Cogn. with δόρυ; cf. Skt. dru- 'wood', in compds.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δρῦς — tree fem nom/voc sg δρῦς tree fem nom/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… …   Dictionary of Greek

  • δρύς — δρύ̱ς , δρῦς tree fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δρυς, Γεώργιος — (Ποταμός Κέρκυρας 1944 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, με ειδίκευση στα συστήματα αυτόματου ελέγχου και στους ηλεκτρονικούς… …   Dictionary of Greek

  • δρυς — η η βελανιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς στεῤῥὰ δαμάζεται. — См. За один раз дерева не срубишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτω Δρύς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

  • δρυῶν — δρῦς tree fem gen pl δρῦς tree fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυός — δρῦς tree fem gen sg δρῦς tree fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρῦν — δρῦς tree fem acc sg δρῦς tree fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρύας — δρῦς tree fem acc pl δρῦς tree fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”